Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο

Ο Δημήτρης Γιόκκας επιστρέφει με μια λογοτεχνική κατάδυση στην ψυχή ενός προσωπικού ινδάλματός του, το οποίο δεν ακολούθησε τον μύθο – τον δημιούργησε με πείσμα, θάρρος και βλέμμα στραμμένο στο αδύνατο. Με την 24ωρη κούρσα του Le Mans να πλησιάζει και με αφορμή τα 45 χρόνια από την πιο μεγάλη στιγμή του ήρωα, το πνεύμα της δόξας αναζωπυρώνεται.

Η νύχτα έχει σκεπάσει τα πάντα με το σκοτεινό της πέπλο. Το μόνο που ακούς είναι το τραγούδι των γρύλων που νανουρίζει τα αστέρια, γλιστρώντας απαλά στη φαντασία των κατοίκων της μικρής πόλης η οποία κοιμάται βαθιά. Μονάχα όσοι ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά μένουν ξάγρυπνοι, μιας και η δική τους φαντασία δεν χωρά σε σύνορα που ορίζουν ο ύπνος και η σιωπή.

Χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, τρεις άντρες σπρώχνουν μέσα στο πηχτό σκοτάδι τον «μαύρο καρχαρία» του οποίου το αεροδυναμικό κάλυμμα αντανακλά το φεγγαρόφωτο, με τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από το τιμόνι του να δείχνει έτοιμος να αναμετρηθεί σιωπηλά με τη μοίρα, αψηφώντας τις σκιές που απλώνονται γύρω του.

Με μοναδικό μάρτυρα την πανσέληνο που λούζει με φως τη στράτα, δύο όργανα της τάξης γνέφουν στον εμμονικό άντρα να μπει κρυφά στην περίφημη Les Hunaudieres -την τεράστια ευθεία των έξι ανατριχιαστικών χιλιομέτρων που αποτελεί μέρος της θρυλικής πίστας του Le Mans.

Ο δρόμος είναι καθαρός, δεν υπάρχει ψυχή πουθενά. Είναι η ώρα των φαντασμάτων.

Οι τρεις άντρες σπρώχνουν τώρα με όση περισσότερη δύναμη μπορούν τον «μαύρο καρχαρία», μέχρι που ο ίδιος ξυπνά και αρχίζει να βρυχάται σαν θεριό που σπάει τα δεσμά του, σβήνοντας το τραγούδι των γρύλων καθώς αρχίζει να καταπίνει την άσφαλτο και να χάνεται στο σκοτάδι, τυλιγμένος στην αστροφεγγιά. Οι τρεις άντρες μένουν ακίνητοι, σιωπηλοί, καρφώνοντας το βλέμμα στη γραμμή του ορίζοντα, — στην ατέλειωτη ευθεία όπου τα όνειρα, η ίδια η ζωή, γράφονται και χάνονται πολλές φορές στα 350 χλμ./ώρα.

Μήνες ολόκληρους, αυτός και η ομάδα μηχανικών του, κλειδωμένοι μέσα στο ταπεινό καταφύγιό τους, το οποίο δεν απέχει πολύ από την πίστα, δεν έπαψαν να σχηματίζουν, να συναρμολογούν και να γυαλίζουν το παράτολμο δημιούργημά τους, προτού δώσουν σάρκα, οστά και πνοή στον «μαύρο καρχαρία».

Κανείς στον κόσμο των αγώνων δεν έχει μεγαλύτερη ψύχωση με την 24ωρη κούρσα από τον 34χρονο Jean Rondeau, ντόπιο ήρωα -γέννημα θρέμμα του Le Mans- και η αφοσίωσή του να νικήσει τους παγκόσμιους «τιτάνες της αυτοκίνησης» δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους αξιωματούχους της πόλης του οι οποίοι, παραβλέποντας τους κανονισμούς, του επιτρέπουν να πραγματοποιεί παράνομες δοκιμές στην ευθεία της πίστας τα ξημερώματα, μέσα στη σιωπή και στο σκοτάδι.

Με την υποστήριξη, αρχικά, μιας εταιρείας κατασκευής ταπετσαριών και αργότερα ενός κατασκευαστή ανελκυστήρων (!), ο Rondeau κατάφερε, με το λιγοστό κεφάλαιο που μάζεψε, να εξασφαλίσει έναν τρίλιτρο Cosworth V8 της Formula 1 (απόδοσης 450 ίππων) και να στήσει ένα όνειρο που ξεπερνούσε τα όρια της λογικής — μια μηχανή που θα τα έβαζε με τους λεβιάθαν της πίστας.

Τα βράδια, όταν οι μηχανές σίγαζαν και η πίστα γινόταν ένα με το σκοτάδι, ο Jean Rondeau, κάτω από το φως μιας μοναχικής λάμπας, σκυμμένος πάνω από τα σχέδια και τα πρόχειρα σκίτσα του, είχε το βλέμμα καρφωμένο στο αδύνατο· κάθε γραμμή, κάθε καμπύλη του αυτοκινήτου του γεννιόταν από μία και μόνο σκέψη: πώς θα νικήσει την Porsche, τη Lola, την BMW· πώς θα σταθεί απέναντι στα τρανά εργοστάσια του κόσμου, που έριχναν στη μάχη τα ιερά τέρατά τους — τον Ickx, τον Bell, τον Wollek, τον Stommelen, τον Pescarolo. Δεν είχε το όνομά τους, είχε όμως το θάρρος να τους προκαλέσει.

Κι όταν ξημέρωσε, επιτέλους, η μεγάλη μέρα — η 14η Ιουνίου του 1980 — και η πίστα του Le Mans ξύπνησε μουσκεμένη και βαριά απ’ τη νυχτερινή καταιγίδα, ο Jean Rondeau και ο Jean-Pierre Jaussaud (ο άνθρωπος που θα μοιραζόταν μαζί του τις βάρδιες πίσω από το τιμόνι) στάθηκαν όρθιοι μέσα στην παράνοια της βροχής. Eκεί όπου τα φαβορί λύγισαν το ένα μετά το άλλο, και με μόνο τους όπλο το πείσμα και ένα αυτοκίνητο φτιαγμένο με τα χέρια και την ψυχή τους, αντιστάθηκαν στη νύχτα, στην κούραση και στον μεγάλο γίγαντα με το όνομα Porsche, αρνούμενοι να υποταχθούν.

Την αυγή, μέσα στην ομίχλη και την άηχη προσμονή, η τύχη λύγισε. Δάκρυσε σιωπηλά και άπλωσε το χέρι της στους δύο Γάλλους, γέρνοντας για πρώτη φορά απ’ το πλευρό των ισχυρών για να κοιτάξει κατάματα εκείνους που αρνήθηκαν να υποχωρήσουν. Η Joest Porsche, πληγωμένη, σύρθηκε στα pits και ο Rondeau με τον Jaussaud πέρασαν μπροστά, παίρνοντας στα χέρια τους ένα προβάδισμα φτιαγμένο όχι από ταχύτητα, αλλά από επιμονή και όνειρο.

Σαν να μην έφτανε η εξάντληση, η βροχή επέστρεψε για έναν τελευταίο, ανελέητο γύρο. Ο Ickx, ο απόλυτος άρχοντας του νερού, διάλεξε τη σιγουριά των βρόχινων ελαστικών. Ο  Jaussaud όμως, με την καρδιά ενός ανθρώπου που ήξερε πως τέτοιες στιγμές δεν ξανάρχονται, έμεινε έξω με τα slicks, γλιστρώντας πάνω στην οριακή γραμμή -ανάμεσα στην τόλμη και την άβυσσο- για να χαράξει τη μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία του Le Mans: εκείνη που στέφθηκε όχι από εργοστάσια και αυτοκρατορίες, αλλά από έναν άνθρωπο που τόλμησε να πιστέψει ότι μπορεί να νικήσει τον κόσμο, οδηγώντας το ίδιο το δημιούργημά του — ένα αυτοκίνητο που είχε γεννηθεί απ’ τα χέρια του, τη θέλησή του, και μια αλύγιστη πίστη ότι το αδύνατο δεν είναι παρά μια λέξη.

Πέντε χρόνια αργότερα, λίγο μετά τα Χριστούγεννα του 1985, ο Jean Rondeau οδηγεί μόνος στους έρημους δρόμους της εξοχής του Le Mans, με τη γνώριμη ανυπομονησία να γλιστρά στα δάχτυλα που σφίγγουν το τιμόνι της προσωπικής του Porsche 944. Μπροστά του, οι μπάρες μιας σιδηροδρομικής διάβασης αρχίζουν να κατεβαίνουν· για μια στιγμή διστάζει, κοιτά δεξιά κι αριστερά — και ύστερα, σαν να ακούει ξανά τον βρυχηθμό του «μαύρου καρχαρία» μέσα στο κεφάλι του, πατά γκάζι.

Η μηχανή του τρένου σταματά με έναν υπόκωφο βρυχηθμό και, λίγο αργότερα, στο φως των φάρων της αστυνομίας και των πρώτων οργάνων της τάξης που καταφθάνουν -και που σύντομα αναγνωρίζουν με σαστισμένη σιωπή τον άντρα πίσω απ’ το τιμόνι- μια σκοτεινή κηλίδα απλώνεται αργά στη διασταύρωση. Το τρένο που πλησίαζε με αμείωτη ορμή δεν έκοψε ταχύτητα. Δεν πρόλαβε.

Μα ούτε κι εκείνος είχε κάτι να προλάβει πια, αφού τα είχε ήδη φτάσει όλα.

Αλήθεια, πόσοι κατάφεραν να ζήσουν το παραμύθι του «Τζακ και της Φασολιάς», να ποτίσουν το θαύμα στην αυλή τους, να το δουν να θεριεύει ως τα σύννεφα, να σκαρφαλώσουν με γυμνά χέρια ως τον ουρανό, να μπουν στο σπίτι του δράκοντα -και με μοναδικό όπλο ένα ξύλινο σπαθί, να τον σωριάσουν νεκρό στη γη._Δημήτρης Γιόκκας

Περισσότερα στο βιβλίο μου «Ύμνος στη Ταχύτητα» – 2020 Δημήτρης Γιόκκας