Η άποψή μας για την ταινία «Ferrari» (με λιγοστά μόνο spoilers)

Κατ’ αρχή να πω ότι κρατούσα μικρό καλάθι σαν μπήκα στην κινηματογραφική αίθουσα και μέχρι να βγω από αυτήν δεν είχα χώρο για να βάλω μέσα τα κόκκινα μήλα που μάζεψα.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Michael Mann, με εξέπληξε πραγματικά με την προσπάθεια που κατέβαλε και από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα της ταινίας παράτησα στη μέση το κουτί με το popcorn που μας κέρασαν οι άνθρωποι της Mototrend (οι αντιπρόσωποι της Ferrari στην Κύπρο) και βυθίστηκα στη μεγάλη οθόνη.

Ξεκινούμε λοιπόν…

Για να μην απογοητευτεί κάποιος που θα δει την ταινία (ειδικά όσοι δεν ασχολούνται βαθιά με την ιστορία του αγωνίσματος και δεν γνωρίζουν πολλά για τη ζωή του Enzo Ferrari) να πω ότι όλα όσα θα δει ο θεατής στα 130 λεπτά που διαρκεί το βιογραφικό αυτό δράμα (με εξαίρεση λιγοστά flashbacks) διαδραματίζονται την άνοιξη του 1957.

Εάν εξαιρέσουμε τη χρυσή δεκαετία του ’30, την οποία ο Enzo Ferrari διένυσε χέρι με χέρι με τη «μάνα», την «ερωμένη» και «αδελφή» του, που ακούει στο όνομα Alfa Romeo, την εποχή δηλαδή κατά την οποία έκανε τις σπουδαιότερες γνωριμίες της ζωής του και έζησε τις πιο συγκλονιστικές του στιγμές στις πίστες, τότε η επόμενη επιλογή για ταινία (κατά τη δική μου ταπεινή άποψη) είναι η δεκαετία του ’50, την οποία επέλεξε ο σκηνοθέτης.

Ο τίτλος «Ferrari» ίσως φανεί παραπλανητικός σε όσους περίμεναν να δουν κάτι παραπάνω από μια μόνο χρονιά από τη ζωή του Enzo Ferrari (προσωπικά μου άρεσε η επιλογή του σκηνοθέτη να επικεντρωθεί στην ποιότητα αντί στην ποσότητα) και η αλήθεια είναι πως η ταινία θα μπορούσε να ονομαζόταν «The Last Mille Miglia». Ο τίτλος αυτός όμως, δεν θα έλκυε ποτέ τις μάζες και η ταινία θα ξέμενε από λάστιχο από τα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα στο δρόμο για τους κινηματογράφους. 

Θα σύστηνα οπωσδήποτε στο θεατή λίγη μελέτη για εκείνη την εποχή πριν εισέλθει στην αίθουσα του σινεμά και για να μην ψάχνετε μπορείτε να διαβάστε το σχετικό άρθρο μου στο 4troxoi.cy «Ένα τούνελ χιλίων μιλίων σχηματισμένο από ανθρώπινα κορμιά».

Τα θετικά

Η ταινία παρουσιάζει τον άνθρωπο Ferrari, τη σχέση που είχε με τους γύρω του, τη γυναίκα του, τη μητέρα του, τη φιλενάδα του, τον παράνομο γιο του, τον πολύ καλό του φίλο Sergio Scagletti (τον γλύπτη που έδωσε πνοή σε μερικά από τα πιο κομψά τροχοφόρα) και φυσικά τον τρόπο που χειριζόταν (ή χειραγωγούσε καλύτερα) τους πιλότους του, χρωματίζοντας τις σκηνές με αρκετή επιτυχία.

Το επίκεντρο της ταινίας είναι η κούρσα του Mille Miglia («χίλια μίλια» στους ανοικτούς δρόμους της Ιταλίας με τους πιλότους να ξύνουν -καθώς ταξιδεύουν με ταχύτητες Formula 1- δέντρα, χαντάκια, πέτρινες γέφυρες, τηλεγραφικούς πυλώνες και μυριάδες ανθρώπινα κορμιά) και εάν αναλογιστεί κανείς πως αυτή ήταν η τελευταία έκδοση της πιο συγκλονιστικής, της πιο ρομαντικής και της πιο υπέρλαμπρης κούρσας που είχαμε ποτέ στα χρονικά των αγώνων αυτοκινήτου, τότε αξίζει να δείτε την ταινία μόνο για αυτό. 

Η εικόνα, το χρώμα, ο φωτισμός, τα κοστούμια, οι κομμώσεις, τα κτίρια, τα μαγευτικά τοπία της Ιταλίας, τα αυτοκίνητα, ο ήχος των κινητήρων, το κλίμα, η κουλτούρα των ομάδων της Ferrari και Maserati, όλα σε στέλνουν πίσω σε εκείνη την εποχή. Λεπτομέρειες όπως το βάδισμα του Enzo Ferrari, ακόμη και της γυναίκας του Laura, το ντύσιμο τους, έχουν μελετηθεί σωστά, όπως άλλωστε οι καθημερινές συνήθειες και ρουτίνες τους. Θα ήθελα τον Adam Driver, που υποδύεται τον «Δράκο του Maranello», να είναι πιο μυστήριος και πιο μονολεκτικός (λακωνικός), εφόσον ο πραγματικός Ferrari μιλούσε τις περισσότερες φορές με γρίφους, αλλά δεν με ενόχλησε αυτό εφόσον τον υποδύεται με αρκετό συναίσθημα και σεβασμό.

Οι σκηνές δράσης δεν είναι πολλές αλλά οι πλείστες είναι πολύ δυνατές και καταφέρνουν να σε συγκλονίσουν. Τα πραγματικά ατυχήματα που είχαν πιλότοι της Ferrari, μελετήθηκαν με λεπτομέρεια και η οπτικοακουστική δραματοποίηση τους (με λίγη μόνο πικάντικη σάλτσα) δεν ενοχλεί, εφόσον όσα βλέπεις και όσα ακούς σε κάνουν να σφίξεις με δέος τη ψυχή σου και να πεις «πιλότοι, τι άντρες!». Ομολογώ πως σε δύο περιπτώσεις έπιασα τον εαυτό μου να κρατά σταυρωμένα τα δάχτυλα στην κινηματογραφική αίθουσα, παρόλο που γνώριζα το κακό που θα ερχόταν…

Τα αρνητικά

Υπάρχουν αρκετά τοποχρονικά λάθη ή σκόπιμες παραβλέψεις (ποιοι χαρακτήρες βρίσκονταν ή δεν βρίσκονταν σε μια δεδομένη στιγμή στην πραγματική ιστορία) όπως η συνάντηση του Enzo Ferrari με τον Portago, η οποία δεν έγινε λίγο πριν από το Mille Miglia του 1957 εφόσον ο τελευταίος υπήρξε πιλότος Formula 1 της ομάδας από το 1956. Ακόμη, η παρουσία του Ισπανού με την φιλενάδα του στην πίστα της Modena, ενώσω ο Castellotti κάνει πρόβες, δεν έγινε ποτέ, ενώ εκείνο που δεν κατάλαβα είναι γιατί η φιλενάδα του τελευταίου ονομαζόταν Cecilia Manzini και όχι Delia Scala; (θέμα δικαιωμάτων ίσως από την οικογένεια της γνωστής μπαλαρίνας/τραγουδίστριας).

O Portago ΔΕΝ ήταν παρών στην εν λόγω πίστα τον Μάρτιο του 1957, ΔΕΝ αντικαθιστά τον νεκρό Eugenio Castellotti αλλά τον άρρωστο Luigi Musso στο Mille Miglia και ΔΕΝ γράφει γράμμα στην ερωμένη του Linda Christian αλλά στην άλλη… φιλενάδα του, Dorian Leigh. Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες…

Παρά το γεγονός πως η ιστορία του Portago πάντοτε με σαγήνευε, τολμώ να πω ότι η ταινία επικεντρώνεται υπερβολικά γύρω από τον ίδιο (δεν τον θαύμαζε σε τόσο βαθμό ο Ferrari) και το γεγονός πως παρομοιάζεται (τέσσερεις φορές στην ταινία!) με τον τεράστιο Achille Varzi (θρυλικό πιλότο των δεκαετιών του ’20 και του ’30) είναι κάτι που βρήκα λίγο βλάσφημο, εφόσον ο Ιταλός υπήρξε ένας από τους πιο τελειομανείς πιλότους που άγγιξαν ποτέ ένα αγωνιστικό τιμόνι (οδηγούσε με ακρίβεια λέιζερ) ενώ ο Portago υπήρξε (όπως ο ίδιος παραδεχόταν όσο ζούσε) ένας απλός ερασιτέχνης.  

Αυτό που σίγουρα θα ήθελα να δω τον σκηνοθέτη να κάνει ήταν να χτίσει περισσότερο τους υπόλοιπους χαρακτήρες (Collins, Gendebien, Trips, Tavoni κ.λπ.) ειδικά τον Piero Taruffi, την «Ασημένια Αλεπού», ενώ θα μου άρεσε στη σκηνή του τρένου στην αρχή της ταινίας (που αποκαλύπτει ποιος πιλότος βρίσκεται στο βαγόνι από το χαρακτηριστικό σχέδιο του κράνους του) λίγο πριν αυτός κατέβει στο σταθμό της Modena, να έβγαζε στο τραπεζάκι το ψεύτικο αφτί του μπροστά στα μάτια των άλλων επιβατών και να το έβαζε πάλι στη θέση του (έτσι έκανε o θρυλικός Jean Behra όποτε ήθελε να πειράξει κάποιον). 

Εκείνο ωστόσο που με ξένισε περισσότερο από όλα, ήταν η «τιμητική συμμετοχή» του ίδιου του Behra στο Mille Miglia (κάτι τέτοιο δεν έγινε εφόσον ο λιονταρόψυχος Γάλλος είχε σοβαρό ατύχημα με τη Maserati του στα δοκιμαστικά πριν από τον αγώνα) με αποκορύφωμα τη στάση-φάντασμα του Taruffi στα Απέννινα Όρη, την οποία «έκανε» προκειμένου να μαζέψει τον αντίπαλό του μετά που αυτός εγκατέλειψε (κανένας πιλότος που σέβεται τον εαυτό του δεν ΣΤΑΜΑΤΑ για κάτι τέτοιο) και να τον μεταφέρει στην ομάδα του υπό το βλέμμα του εκνευρισμένου Adolfo Orsi -που τον περίμενε στο control της Bologna- με την όλη σκηνή να  αποτελεί προϊόν της φαντασίας του κύριου Mann και των σεναριογράφων του.

Η ετυμηγορία

Κλείνοντας, να πω ότι η αγαπημένη μου σκηνή στην ταινία αποτέλεσε όντως προϊόν της φαντασίας του υπέροχου κύριου Mann (είναι η σκηνή μέσα στην εκκλησία της Modena ενώσω η Maserati του Behra κάνει δοκιμαστικά στην πίστα της πόλης) και την λάτρεψα γιατί φανερώνει το πάθος, την εμμονή, ακόμη και τη ψύχωση που είχαν με τους αγώνες ο Enzo Ferrari και οι άντρες του (δεν θα αποκαλύψω άλλα) και η οποία σκηνοθετήθηκε με έναν τρόπο που με συγκίνησε βαθύτατα και που με έκανε παράλληλα να γελάσω.

Η βαθμολογία μου για την ταινία «Ferrari»; Καλύτερη από το βαρυφορτωμένο με αμερικάνικες σάλτσες και ανιστόρητο «Ford Vs Ferrari» (τρίζουν ακόμη τα κόκαλα των Chris Amon και Bruce McLaren), καλύτερη από το «Rush», και πίσω μόνο από τα κλασσικά αριστουργήματα «Grand Prix» και «Le Mans». 8 από τα 10._Δημήτρης Γιόκκας